ραβδομερές

ραβδομερές
το, Ν
βιολ. μεμονωμένο στοιχείο τού ραβδώματος στα αμφιβληστροειδικά κύτταρα τών ομματιδίων ενός σύνθετου οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdomere (< ράβδωμα + -μερής, -μερές < μέρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”